EΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

 

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

ΤΗ 20 ΙΟΥΛΙΟΥ 1994

 

 

ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΦΥΛΛΟΥ

121

 

ΝOMOΣ ΥΠ'ΑΡΙΘ. 2225

Για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις

 

Άρθρο 1

Αποστολή και συγκρότηση Εθνικής Επιτροπής

 

1. Ιδρύεται "Εθνική Επιτροπή Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών". Η Επιτροπή εξυπηρετείται από δική της γραμματεία στην οποία προίσταται ο πρόεδρος της Επιτροπής.

2. Αποστολή της Επιτροπής είναι: α) η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της τηλεφωνικής και κάθε άλλης μορφής τηλεπικοινωνιακής ανταπόκρισης ή επικοινωνίας κατά το άρθρο 19 του Συντάγματος, β) ο έλεγχος της τήρησης των όρων άρσης του απορρήτου που έθεσε η δικαστική αρχή..

3. Η Επιτροπή συγκροτείται:

α) από έναν αντιπρόεδρο της Βουλής, ως πρόεδρο, ο οποίος ορίζεται από τον Πρόεδρο της Βουλής, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος,

β) από ένα βουλευτή - εκπρόσωπο κάθε κόμματος που διαθέτει κοινοβουλευτική ομάδα κατά τον Κανονισμό της Βουλής. Ο εκπρόσωπος ορίζεται από τον αρχηγό του κάθε κόμματος με έγγραφη δήλωση που διαβιβάζεται στον Πρόεδρο της Βουλής και τον Πρόεδρο της Επιτροπής,

γ) από ένα πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και με ειδικές γνώσεις σε θέματα επικοινωνιών, ο οποίος ορίζεται από τον Πρόεδρο της Βουλής.

Η θητεία των μελών της Επιτροπής διαρκεί όσο και η βουλευτική περίοδος στη διάρκεια της οποίας ορίσθηκαν.

4. Οι αναπληρωτές του προέδρου της Επιτροπής και των άλλων μελών της ορίζονται όπως και τα τακτικά μέλη της.

5. Ευθύς μετά τη γνωστοποίηση του ορισμού αντιπροέδρων της Βουλής ως προέδρου και αναπληρωτή προέδρου της Επιτροπής, ο ορισθείς πρόεδρος απευθύνει ερώτημα στους αρχηγούς των κομμάτων για να του γνωρίσει έκαστος τον εκπρόσωπο του αντίστοιχου κόμματος μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών, μετά την πάροδο της οποίας η Επιτροπή συγκροτείται κατά τα οριζόμενα στην επόμενη παράγραφο.

6. Η Επιτροπή συγκροτείται εφόσον έχουν ορισθεί:

α) ο εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος (ή του μεγαλύτερου από τα κόμματα που συγκροτούν τυχόν κυβερνητικό συνασπισμό) και β) του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ή όλων των άλλων κομμάτων της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται ο ορισμός των εκπροσώπων δύο τουλάχιστον κομμάτων, από τα οποία το ένα δεν μετέχει στην Κυβέρνηση ούτε της παρέχει την εμπιστοσύνη ή την ανοχή τους κατά την έννοια του άρθρου 84 του Συντάγματος, εκτός εάν όλα τα κόμματα του Κανονισμού της Βουλής παρέχουν την εμπιστοσύνη τους ή την ανοχή τους, οπότε απαιτείται ο ορισμός των εκπροσώπων τουλάχιστον δύο κομμάτων. Για τη συγκρότηση της Επιτροπής συντάσσεται πρακτικό κατά την πρώτη συνεδρίασή της, χωρίς να απαιτείται η έκδοση διαπιστωτικής πράξης. Ο πρόεδρος της Επιτροπής γνωστοποιεί τη συγκρότηση και σύνθεσή της στον Πρωθυπουργό, τον Πρόεδρο της Βουλής και τους Υπουργούς Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εθνικής Άμυνας, Δικαιοσύνης και Μεταφορών και Επικοινωνιών.

7. Συγκρότηση νέου κόμματος, συγχώνευση κομμάτων ή μεταβολή της κομματικής σύνθεσης της συμπολίτευσης, κατά τη διάρκεια της ίδιας βουλευτικής περιόδου, συνεπάγεται αντίστοιχη ανασύνθεση της Επιτροπής, με ανάλογη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 5 και 6 του παρόντος νόμου.

Η Επιτροπή βρίσκεται σε απαρτία εφόσον:

α) παρίστανται περισσότερα μέλη της από αυτά που απουσιάζουν και

β) μεταξύ των παρόντων μελών της περιλαμβάνεται ο πρόεδρος της Επιτροπής ή ο αναπληρωτής του και ένα τουλάχιστον μέλος της που έχει ορισθεί από κόμμα της αντιπολίτευσης.

9. Η Επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της, όταν αυτός το κρίνει αναγκαίο ή όταν το ζητήσει μέλος της. Τα μέλη προσκαλούνται από τον πρόεδρο της Επιτροπής με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο.

10. Οι εκπρόσωποι των κομμάτων μπορούν να συνοδεύονται στις συνεδριάσεις και τις άλλες ενέργειες της Επιτροπής από ειδικούς τεχνικούς συμβούλους. Κάθε εκπρόσωπος κόμματος έχει δικαίωμα να ορίζει έναν ειδικό τεχνικό σύμβουλο, μετά από προηγούμενη γνωστοποίηση στον πρόεδρο της Επιτροπής του ονόματος, της ιδιότητας και των ειδικών προσόντων που διαθέτει ο οριζόμενος, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στα συγκεκριμένα καθήκοντά του. Ο πρόεδρος της Επιτροπής ενημερώνει τους εκπροσώπους των κομμάτων για τους ορισθέντες τεχνικούς συμβούλους. Σε περίπτωση που υπάρχουν αντιρρήσεις για ορισθέντα τεχνικό σύμβουλο και ζητείται η αντικατάστασή του, αποφασίζει ο πρόεδρος της Επιτροπής μετά από συνεννόηση με τον εκπρόσωπο του κόμματος του οποίου η επιλογή αμφισβητείται.

11. Η τελική συζήτηση της Επιτροπής για τη διαμόρφωση και για τη λήψη των αποφάσεων διεξάγεται χωρίς την παρουσία τεχνικών συμβούλων. Οι τεχνικοί σύμβουλοι, δεν έχουν αρμοδιότητα εκπροσώπησης, ούτε μπορούν να προβαίνουν ατομικά σε οιαδήποτε προβλεπόμενη από το νόμο ενέργεια επικαλούμενοι γενική ή ειδική εντολή του αντίστοιχου μέλους της Επιτροπής.

 

Άρθρο 2

Τρόποι ελέγχου

 

1. Για την εκπλήρωση της κατά το άρθρο 1 παρ. 2 αποστολής της και μόνο, η Επιτροπή, ύστερα από σχετική απόφασή της, προβαίνει σε κάθε απαραίτητη για την επιτέλεση των καθηκόντων της ενέργεια και ιδίως:

α) Επιθεωρεί χωρίς προειδοποίηση τις σχετικές με το έργο της εγκαταστάσεις, αρχεία και έγγραφα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος και άλλων δημόσιων επιχειρήσεων, επιχειρήσεων που βρίσκονται υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του Δημοσίου, καθώς και ιδιωτικών επιχειρήσεων που προσφέρουν υπηρεσίες σχετικές με ανταπόκριση ή επικοινωνία, όπως οι επιχειρήσεις κινητής τηλεφωνίας ή οι τράπεζες δεδομένων.

β) Ζητεί από τις υπηρεσίες και τις επιχειρήσεις του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και από τους προϊσταμένους ή εποπτεύοντες υπουργούς, κάθε πληροφορία χρήσιμη κατά την κρίση της για την επιτέλεση της αποστολής της.

γ) Καλεί σε ακρόαση, με απόφασή της, το διοικητή ή τους υποδιοικητές της Ε.Υ.Π., τον πρόεδρο ή το γενικό διευθυντή του Ο.Τ.Ε., καθώς και κάθε πρόσωπο, το οποίο μπορεί να συμβάλλει στην εκπλήρωση του έργου της.

δ) Εφόσον οι παρεχόμενες κατά το προηγούμενο εδάφιο πληροφορίες και εξηγήσεις δεν κριθούν επαρκείς ή ικανοποιητικές ερευνά αρχεία εγγράφων αναφερόμενων στο προστατευόμενο απόρρητο.

ε) Προβαίνει σε ακροάσεις προσώπων και ζητεί από αρμόδια δικαστική αρχή την κατάσχεση μέσων παραβίασης του απορρήτου που υποπίπτουν στην αντίληψή της.

στ) Διατυπώνει συστάσεις για την αποτελεσματικότερη οργάνωση της προστασίας του απορρήτου, τις οποίες απευθύνει σε κάθε υπηρεσία ή επιχείρηση του εδαφίου α'. Για τον ίδιο σκοπό μπορεί, μετά από αίτηση των παραπάνω υπηρεσιών ή επιχειρήσεων, να εκδίδει γνωμοδοτήσεις ή να προτείνει συγκεκριμένα μέτρα για θέματα της αρμοδιότητάς της.

2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 3, 4 και 5 του παρόντος η Επιτροπή υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων για την άρση του απορρήτου, χωρίς έλεγχο της κρίσης των αρμόδιων δικαστικών οργάνων.

3. Η Επιτροπή ενεργεί συνολικώς, δύναται όμως να αποφασίζει τη διενέργεια συγκεκριμένων ελεγκτικών πράξεων από κλιμάκιο αποτελούμενο από τρία (3) τουλάχιστον από τα μέλη της. Η σχετική απόφαση μπορεί να προβλέπει ότι η Επιτροπή ή τα εξουσιοδοτημένα μέλη της συνοδεύονται από τους αντίστοιχους τεχνικός συμβούλους.

4. Οι Υπουργοί, οι προϊστάμενοι κάθε δημόσιας αρχής, υπηρεσίας, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, καθώς και η διοίκηση κάθε νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, που παρέχει στο κοινό υπηρεσίες επικοινωνίας ή ανταπόκρισης, είναι υποχρεωμένοι να παράσχουν στην Επιτροπή κάθε διευκόλυνση στο έργο τους, κάθε πληροφορία ή έγγραφο σχετικά με το προστατευόμενο απόρρητο και τις προϋποθέσεις άρσης του, καθώς και κάθε εξήγηση ή κατάθεση χρήσιμες για την εκπλήρωση της κατά το άρθρο 1 παρ. 2 αποστολής της. Κάθε άρνηση ή κωλυσιεργία μνημονεύεται ειδικώς στην έκθεση που συντάσσεται σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο.

5. Για κάθε έλεγχο που πραγματοποιεί, και ειδικά για κάθε παραβίαση του άρθρου 19 του Συντάγματος, την οποία διαπιστώνει, η Επιτροπή συντάσσει σχετική έκθεση. Επίσης στο τέλος κάθε χρόνου υποβάλλει στη Βουλή έκθεση πεπραγμένων, στην οποία περιγράφει και αξιολογεί το έργο της, διατυπώνει γενικότερες παρατηρήσεις, επισημαίνει παραλείψεις και προτείνει τη λήψη μέτρων για την προστασία του απορρήτου. Στις παραπάνω εκθέσεις καταχωρίζονται και οι παρατηρήσεις των μελών που τυχόν διαφωνούν. Οι εκθέσεις αυτές υποβάλλονται στον Πρωθυπουργό, τον Πρόεδρο της Βουλής, τους κατά περίπτωση αρμόδιους υπουργούς και τους αρχηγούς των κομμάτων και κοινοποιούνται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τις δικές του ενέργειες.

6. Η Επιτροπή αποφασίζει για τις ενέργειές της με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών της. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.

7. Υποχρεώσεις σεβασμού του απορρήτου ανταποκρίσεων και επικοινωνιών δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, ή διοικήσεων, υπαλλήλων και εργαζομένων σε επιχειρήσεις, που υπόκεινται στον έλεγχο της Επιτροπής του παρόντος νόμου, για πληροφορίες ή έγγραφα που περιέχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς και οι αντίστοιχες ποινικές κυρώσεις, ισχύουν για τα μέλη της Επιτροπής, καθώς και για τον γραμματέα, τους τεχνικούς συμβούλους και το κάθε κατηγορίας προσωπικό του άρθρου 6 του παρόντος νόμου, για το οποίο ισχύουν και οι οικείες πειθαρχικές κυρώσεις.

 

Άρθρο 3

Άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας

 

1. Αίτηση για άρση του απορρήτου μπορεί να υποβάλλει μόνο δικαστική ή άλλη πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση.

2. Η αίτηση υποβάλλεται προς τον Εισαγγελέα Εφετών του τόπου της αιτούσας αρχής ή του τόπου, όπου πρόκειται να επιβληθεί η άρση. Ο Εισαγγελέας Εφετών αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου με διάταξή του στην οποία παρέχονται τα αναφερόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 5 στοιχεία. Αν κατά την κρίση του, μετά από εισήγηση της αιτούσας αρχής, ειδικές περιστάσεις εθνικής ασφάλειας επιβάλλουν την παράλειψη ή τη συνοπτική παράθεση ορισμένων από τα στοιχεία αυτά, γίνεται ειδική μνεία στη διάταξη.

 

Άρθρο 4

Άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων

 

1. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από:

α) τα άρθρα 134, 135 παρ. 1, 2, 135Α, 137Α, 137Β, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148 παρ. 2, 150, 151, 157 παρ. 1, 168 παρ. 1, 207, 208 παρ.1, 264 παρ. β, γ, 265 παρ. 3, 270, 272, 275 παρ. β, 291 παρ. 1, εδ. β', γ', 299, 322, 324 παρ. 2, 3, 374, 380, 385 του Ποινικού Κώδικα,

β) τα άρθρα 26, 27, 28, 29, 31, 32, 33, 34, 35, 39, 40, 41, 63, 64, 76, 93 και 97 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα,

γ) το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 2168/1993,

δ) τα άρθρα 5, 6, 7 και 8 του ν. 1729/1987,

ε) τα άρθρα 89, 90 και 93 του ν. 1165/1968.

Επίσης επιτρέπεται η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των προπαρασκευαστικών πράξεων για το έγκλημα της παραχάραξης νομίσματος κατά το άρθρο 211 του Ποινικού Κώδικα.

2. Η άρση στις περιπτώσεις αυτές είναι επιτρεπτή μόνο αν αιτιολογημένα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν.

3. Η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του.

4. Η άρση του απορρήτου στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου επιβάλλεται με διάταξη του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών στην καθ' ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η διακρίβωση του συγκεκριμένου εγκλήματος με το οποίο σχετίζεται η άρση.

5. Την αίτηση για την άρση υποβάλλει στο Συμβούλιο ο καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος εποπτεύει ή ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής, ο οποίος ενεργεί τακτική ανάκριση για τα πιο πάνω εγκλήματα. Το Συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου, με διάταξή του, στην οποία περιέχονται τα κατά την παρ. 2 του άρθρου 5 στοιχεία.

6. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας που ενεργεί την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής που ενεργεί την τακτική ανάκριση. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής υποχρεούνται να εισαγάγουν το ζήτημα με σχετική αίτησή τους στο Συμβούλιο μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών. Η ισχύς της διάταξης του Εισαγγελέα ή του ανακριτή για την άρση παύει αυτοδικαίως με τη λήξη της τριήμερης αυτής προθεσμίας ή, αν το ζήτημα εισαχθεί εμπροθέσμως, από την έκδοση της σχετικής διάταξης του Συμβουλίου.

7. Στις περιπτώσεις εγκλημάτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων την άρση του απορρήτου επιβάλλει, με απόφασή του, το δικαστικό συμβούλιο του καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιου στρατιωτικού δικαστηρίου μετά από αίτηση του ασκούντος την ποινική δίωξη ή του ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση.

 

Άρθρο 5

Διαδικασία άρσης του απορρήτου

1. Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος νόμου περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:

α) το όργανο που διατάσσει την άρση,

β) τη δημόσια αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητούν την επιβολή της άρσης,

γ) το σκοπό της επιβολής της άρσης,

δ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση,

ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και τη χρονική διάρκεια της άρσης,

στ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.

2. Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος νόμου, περιλαμβάνει, εκτός των στοιχείων της προηγούμενης παραγράφου, και τα εξής:

α) το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και τη διεύθυνση διαμονής τους, εφόσον είναι γνωστή,

β) την αιτιολογία επιβολής της άρσης.

3. Διάταξη που απορρίπτει αίτημα άρσης του απορρήτου περιέχει μόνο:

α) το όργανο που αποφασίζει,

β)τη δημόσια αρχή που είχε ζητήσει την επιβολή της άρσης,

γ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.

4. Απόσπασμα της διάταξης, που περιλαμβάνει το διατακτικό της, παραδίδεται με απόδειξη, μέσα σε κλειστό φάκελο, στις ακόλουθες αρχές:

α) στον πρόεδρο ή το διοικητικό συμβούλιο ή το γενικό διευθυντή του νομικού προσώπου στο οποίο υπάγεται το μέσο ανταπόκρισης ή επικοινωνίας,

β) στον υπουργό που εποπτεύει το νομικό αυτό πρόσωπο ή, κατά περίπτωση, στον υπουργό που είναι προϊστάμενος της οικείας δημόσιας υπηρεσίας, για τις επιβαλλόμενες ενέργειές του.

Αντίγραφο της διάταξης κοινοποιείται στον πρόεδρο της Επιτροπής.

Η σχετική αλληλογραφία είναι απόρρητη και τηρείται σε ειδικό εμπιστευτικό αρχείο, στο οποίο έχει πρόσβαση μόνο ο Πρόεδρος της Βουλής ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από αυτόν. Ο Πρόεδρος της Βουλής ενημερώνει τους αρχηγούς των κομμάτων.

5. Για την εκτέλεση της διάταξης συντάσσονται μία ή περισσότερες, κατά τις περιστάσεις, εκθέσεις από την οικεία υπηρεσία. οι εκθέσεις υπογράφονται από το εντεταλμένο όργανο της αιτούσας αρχής και σε αυτές αναφέρονται:

α) οι ενέργειες που έγιναν για την εκτέλεση της διάταξης,

β) ο τόπος, η ημερομηνία και ο τρόπος εκτέλεσης των πιο πάνω ενεργειών,

γ) τα ονοματεπώνυμα των υπαλλήλων που τις διενέργησαν, εφόσον το κρίνει αναγκαίο το όργανο που εξέδωσε τη διάταξη.

Αντίγραφα των εκθέσεων αυτών διαβιβάζονται με απόδειξη, μέσα σε κλειστό φάκελο, στην αιτούσα αρχή, στη δικαστική αρχή που εξέδωσε τη διάταξη και στον πρόεδρο της Επιτροπής.

6. Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Παρατάσεις της διάρκειας αυτής, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τους δύο (2) μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίσταση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης. Σε κάθε περίπτωση οι παρατάσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά τη διάρκεια των δέκα (10) μηνών. Το ανώτατο αυτό χρονικό όριο δεν ισχύει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άρση διατάσσεται για λόγους εθνικής ασφάλειας.

7. Μετά τη λήξη της διάρκειας της άρσης, ή μετά τη λήξη του επιτρεπόμενου ανώτατου χρονικού ορίου της, παύει αυτοδικαίως η άρση του απορρήτου.

8. Με διάταξη του οργάνου που επέβαλε την άρση μπορεί να διαταχθεί η παύση της και πριν από την πάροδο της ορισμένης διάρκειάς της, αν εκπληρώθηκε ο σκοπός ή έλειψαν οι λόγοι επιβολής του μέτρου.

9. Μετά τη λήξη επιβολής του μέτρου της άρσης και υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι δεν διακινδυνεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε, μπορεί η Επιτροπή να αποφασίζει τη γνωστοποίηση της επιβολής του στους θιγόμενους.

Τα στοιχεία που είχαν συλλεχθεί ή κατασχεθεί και το υλικό που εγγράφηκε ή αποτυπώθηκε σε εκτέλεση της διάταξης για την άρση του απορρήτου σε περίπτωση διακρίβωσης εγκλημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 4, επισυνάπτονται στη δικογραφία, αν συνιστούν αποδεικτικά μέσα για την ποινική δίωξη κατά την κρίση της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη. Διαφορετικά επιστρέφονται στον κύριό τους, εφόσον έχει αποφασισθεί η κατά το προηγούμενο εδάφιο γνωστοποίηση του μέτρου. Αν δεν συντρέχει αυτή η περίπτωση καταστρέφονται ενώπιον της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη και συντάσσεται έκθεση για την καταστροφή. Υποχρεωτικώς καταστρέφεται το υλικό που δεν έχει σχέση με το λόγο επιβολής του μέτρου.

10. Το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, το οποίο έγινε γνωστό λόγω της άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με αυτή στοιχείο απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη και διοικητική διαδικασία για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη. Κατ' εξαίρεση η αρχή που εξέδωσε τη διάταξη μπορεί, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, να επιτρέψει με νεότερη διάταξή της να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, αν χρησιμεύουν για τη διακρίβωση άλλου ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος από αυτά που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, καθώς και για υπεράσπιση κατηγορουμένου σε ποινική δίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα.

11. Υπάλληλος της υπηρεσίας, στην οποία ανήκει το μέσο ανταπόκρισης ή επικοινωνίας για το οποίο επιβλήθηκε η άρση, αν, παρότι είναι αρμόδιος, δεν παρέχει στο εντεταλμένο όργανο πληροφορία σχετική με το περιεχόμενο της διάταξης και τεχνική ή υπηρεσιακή γενικά συνδρομή για την εκτέλεσή της τιμωρείται, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Αν ανακοινώνει σε τρίτους ή χρησιμοποιεί το περιεχόμενο των κάθε είδους μηνυμάτων, πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση του λόγω της άρσης του απορρήτου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών.

 

Άρθρο 6

Στελέχωση και υποδομή της Επιτροπής

1. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών, μπορεί:

α) Να προβλέπεται ο τρόπος οργάνωσης της γραμματείας και της τεχνικής υποστήριξης της Επιτροπής.

β) Να καθορίζεται ο αριθμός των θέσεων του κάθε είδους προσωπικού και ο τρόπος πλήρωσής τους που γίνεται και με διάθεση ή απόσπαση δικαστικών ή δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. ή εργαζομένων με σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ν.Π.Ι.Δ. οποιασδήποτε μορφής που βρίσκονται υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του Κράτους και να ρυθμίζεται κάθε θέμα που αφορά την υπηρεσιακή κατάσταση και τις αμοιβές του προσωπικού αυτού.

γ) Να προβλέπεται ο τρόπος τήρησης του αρχείου της Επιτροπής και η διάθεση των τεχνικών μέσων που απαιτούνται για την εκπλήρωση της αποστολής της.

δ) Να ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος νόμου.

2. Με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και του τυχόν συναρμόδιου υπουργού αποσπάται ως γραμματέας της Επιτροπής υπάλληλος υπουργείου ή Ν.Π.Δ.Δ. με βαθμό Α' ή Β' της κατηγορίας ΠΕ, τον οποί προτείνει ο πρόεδρος της Επιτροπής.

3. Μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της προηγούμενης παραγράφου η Επιτροπή χρησιμοποιεί την τεχνική υποδομή που της παρέχει ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος, σύμφωνα με σχετικές πράξεις του προέδρου της Επιτροπής.

4. Η Επιτροπή, ως προς την υπηρεσιακή στελέχωση και υποδομή της, υπάγεται στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης και ο προϋπολογισμός της εντάσσεται στις δαπάνες του ίδιου Υπουργείου.

Άρθρο 7

Καταργούμενες διατάξεις

1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται:

α) Το ν.δ. 792/1971 (ΦΕΚ 1 Α').

β) Το άρθρο 1 παρ. 1 περ. ιβ' του α.ν. 511/1947 (ΦΕΚ 299 Α'), που κυρώθηκε με το ν. 539/1948.

γ) Το άρθρο 3 του ν. 4277/1929 (ΦΕΚ 265 Α'), που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 3 του ν.δ. 165/1973 (ΦΕΚ 228 Α').

δ) Το άρθρο 3 περ. α του Τηλεφωνικού Κανονισμού, που έχει εγκριθεί με την απόφαση 1130/1969 του Δ.Σ. του Ο.Τ.Ε. (ΦΕΚ 820 Β') και το άρθρο 5 παρ. 4 εδάφιο 2 του ίδιου Κανονισμού, όπως αντικαταστάθηκε με την απόφαση 1198/1971 του παραπάνω Συμβουλίου (ΦΕΚ 797 Β'), όπως ισχύουν μετά την απόφαση 1845/1984 του ίδιου Συμβουλίου (ΦΕΚ 678 Β').

ε) Το άρθρο 88β της απόφασης 103782/16.05.1960 του Υπουργού Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ 310 Β').

στ) Το άρθρο 3α του Νέου Τηλεγραφικού Κανονισμού Εσωτερικού που έχει δημοσιευθεί στο ΦΕΚ Β799/1971 με την πράξη 737655/301112/1.9.1971 του Διοικητή και Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Τ.Ε., το άρθρο 5 παρ. 7, 8, 9, του ίδιου Κανονισμού, όπως η παράγραφος 3 έχει τροποποιηθεί με την απόφαση 1277/1973 του Δ.Σ. του Ο.Τ.Ε. που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 1122/1973 τεύχος Β' με την πράξη 301, 122/3091/75/28.8.1973 του Διοικητή και Προέδρου του Δ.Σ. του Ο.Τ.Ε., όπως ισχύουν μετά την απόφαση 1852/18.9.1984 του ίδιου Συμβουλίου (ΦΕΚ 823 Β').

ζ) Τα άρθρα 33 παρ. 1, 34, 35, 36 και 37 του Κανονισμού Ταχυδρομικής Υπηρεσίας - Επιστολικού Ταχυδρομείου (1953) κατά το μέρος τους που αναφέρεται στις κατά το άρθρο 19 του Συντάγματος επιστολές.

η) Κάθε άλλη διάταξη νόμου, γενική ή ειδική, που αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται από τον παρόντα νόμο.

 

Άρθρο 12

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός και αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις.

Παραγγέλλομεν τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του κράτους.

Μύκονος, 18 Ιουλίου 1994

 

 

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

 

ΠΡΟΕΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

Α. ΠΕΠΟΝΗΣ Γ. ΑΡΣΕΝΗΣ

ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Α.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ& ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

ΚΟΥΒΕΛΑΚΗΣ Α. ΤΣΟΥΡΑΣ

 

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

 

Αθήνα, 20 Οκτωβρίου 1994

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Γ. ΚΟΥΒΕΛΑΚΗΣ