ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

 

 

EΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

ΤΗ 8 ΙOYNIOY 1940

 

 

ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΦΥΛΛΟΥ

174

 

ΑNAΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ 2378

 

Περί αναλήψεως υπό του Ελληνικού Δημοσίου της εκμεταλλεύσεως του σιδηροδρόμου Πειραιώς- Αθηνών -Πελοποννήσου και εκκαθαρίσεως της Α. Εταιρίας "Σιδηρόδρομοι Πειραιώς-Αθηνών- Πελοποννήσου".

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β΄

ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

 

Προτάσει του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν :

 

Άρθρον 1

 

Υποβληθείσης παρά ιδιωτών δανειστών της Α.Ε. " Σιδηρόδρομοι Πειραιώς-Αθηνών- Πελοποννήσου" αιτήσεως περί κηρύξεως ταύτης εις κατάστασιν πτωχεύσεως, από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου η Εταιρία αύτη 1) τίθεται υπό εκκαθάρισιν κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, 2) η εκμετάλλευσις των εις την αυτήν ως ανωτέρω Εταιρείαν ανηκόντων σιδηροδρόμου, αυτοκινήτων και εν γένει παντός κινητού και ακινήτου ανατίθεται εις το Ελληνικόν Δημόσιον.

 

Άρθρον 2

 

α) Η από μέρους του Δημοσίου άσκησις της εκμεταλλεύσεως θέλει διαρκέσει μέχρι πέρατος της δυνάμει του παρόντος νόμου και κατά τις διατάξεις τούτου διατασσομένης εκκαθαρίσεως της προαναφερομένης Εταιρείας. Θα ενεργήται δ΄αύτη συμφώνως προς τους εν ισχύϊ νόμους και κανονισμούς τούς διέποντας την Εταιρείαν, και υπό Διοικητικού Συμβουλιού αποτελουμένου εκ των αυτών άχρι σήμερον οργάνων Διοικήσεως αυτής. Εις ταύτα προστίθενται ως μέλη ανά είς αντιπρόσωπος των Υπουργών Οικονομικών και Σιδηροδρόμων και ο υπηρετών εκάστοτε παρά τω Υπουργείω Οικονομικών Νομικός Σύμβουλος.

β) Αι διατάξεις περί κυβερνητικών επιτρόπων παρά τη Εταιρεία Σ.Π.Α.Π αργούσι καθ΄άπασαν την διάρκειαν της παρά του Κράτους ασκήσεως της εκμεταλλεύσεως.

γ) Εν περιπτώσει κενώσεως εξ οιουδήποτε λόγου μιάς ή πλειόνων θέσεων του Δ. Συμβουλίου, εις τους Υπουργούς Οικονομικών και Σιδηροδρόμων απόκειται: ή πλήρωσις ή μή τούτων, ουδαμώς δεσμευμένους εν τή εκλογή των προσώπων εκ των περί συνθέσεως του Δ. Συμβουλίου Ανωνύμων Εταιρειών υφισταμένων διατάξεων. Εις τους αυτούς Υπουργούς απόκειται και ή ρύθμισης παντός θέματος σχέσιν έχοντος με την διοίκησιν της επιχειρήσεως και την σύνθεσιν αυτής, μή αποκλειωμένου αυτοίς και του δικαιώματος του περιορισμού του αριθμού των μελών του Δ. Συμβουλίου ανεξαρτήτως του αν συντρέχη περίπτωσις κενώσεως θέσεως, κ.τ.λ.

δ) Η αμοιβή των μελών του Δ. Συμβουλίου καθορίζεται δι' αποφάσεως των υπουργών Οικονομικών και Σιδηροδρόμων, βαρύνει δ' αύτη την κρατικήν εκμετάλλευσιν. Αντιθέτως άγεται εις χρέωσιν του εκπλειστηριάσματος οιαδήποτε δαπάνη ( έξοδα κινήσεως, αμοιβή δια πρόσθετον εργασίαν ενός ή πλειόνων μελών του Δ. Συμβουλίου κλπ.) εγκρινομένη παρά των εκκαθαριστών, σχέσιν έχουσαν με την διεξαγωγήν του έργου της εκκαθαρίσεως.

 

Άρθρον 3

 

α) Από της από μέρους του Δημοσίου αναλήψεως της εν τω προηγουμένω άρθρω αναφερομένης εκμεταλλεύσεως κλείνεται ο ισολογισμός της Εταιρείας Σ.Π.Α.Π, τηρουμένων νέων βιβλίων δοσοληψίας, ενεργητέας κατά τους διέποντας της Εταιρείαν νόμους και κανονισμούς.

β) Εις πίστωσιν του λογαριασμού της κρατικής εκμεταλλεύσεως μεταφέρονται τα τυχόν υπάρχοντα κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος νόμου μετρητά μετά των έν ταις αποθήκαις υπαρχόντων υλικών εκμεταλλεύσεως ( γαϊανθράκων, ελάιου κλπ.).

γ) Μετά το πέρας της κρατικής εκμεταλλεύσεως κλείονται τα βιβλία παραμένοντος εις όφελος των πιστωτών παντός εις μετρητά και εις υλικόν υφισταμένου πλειονάσματος.

δ) Τα κατά την διάρκειαν της κρατικής εκμεταλλεύσεως εμφανισθησόμενα ελλείμματα καλύπτονται εκ του κρατικού προϋπολογισμού. Εκ του αυτού προϋπολογισμού καλύπτονται τα τυχόν δι' έργα βελτιώσεως κατά την διάρκειαν της κρατικής εκμεταλλεύσεως αναγκαιούντα ποσά αποληπτέα όμως εκ της εν άρθρω 7 του παρόντος αναφερομένης εγγυήσεως βάσει εντολής του Προέδρου του Δ. Συμβουλίου και του Γενικού Διευθυντού εκκαθαριζόμενα παρά του Δ, Συμβουλίου.

ε) Καθ' άπασαν την διάρκειαν της παρά του Κράτους ασκήσεως της εκμεταλλεύσεως αργούσιν αι περί καθορισμού των τιμολογίων σιδηροδρόμου και αυτοκινήτων υφιστάμεναι διατάξεις, τούτων κανονιζομένων υπό του εν άρθρω 2 Δ. Συμβουλίου εγκρίσει του Υπουργού των Σιδηροδρόμων. Αργεί ωσαύτως και πάσα άλλη διάταξις ρυθμιστική της διοικήσεως και του τρόπου εκμεταλλεύσεως των εις την επιχείρησιν ανηκόντων αυτοκινήτων, παντών των σχετικών ζητημάτων κανονιζομένων και τούτων υπό του Δ. Συμβουλίου.

Άρθρο 4

 

Το κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος νόμου υπηρετούν ύφ' οιανδήποτε μορφήν προσωπικόν διατηρείται εις τας θέσεις του κατά την διάρκειαν της κρατικής εκμεταλλεύσεως και υπό την νέαν μορφήν της επιχειρήσεως.

Το εργατικόν, τεχνικόν και υπαλληλικόν προσωπικόν απολαμβάνει την εκ των υπαλληλικών κανονισμών, Β. Διαταγμάτων και νόμων υφισταμένην προστασίαν.

 

Άρθρον 5

 

Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος νόμου διοικούντες την επιχείρησιν απαλλάσσονται πάσης αστικής ή ποινικής ευθύνης έναντι οιουδήποτε διά την από της ενάρξεως της διοικήσεως των μέχρι της ισχύος του παρόντος διαχείρισιν αυτών, δια δε από της ισχύος του παρόντος μέχρι λήξεως της εκκαθαρίσεως τοιαύτην λογοδοτούσι πρός τον Υπουργόν των Οικονομικών εντός τριών μηνών από της λήξεως της εκκαθαρίσεως.

Άρθρον 6

 

α) Εκκαθαριστής της συνωδά τω άρθρώ 1 του παρόντος νόμου υπό εκκαθάρισιν τιθεμένης Εταιρείας διορίζεται δυνάμει του παρόντος νόμου το δι'ού ασκείται η κρατική εκμετάλλευσις του σιδηροδρόμου εν άρθρω 2 του παρόντος αναφερόμενων Δ. Συμβούλιον.

β) Ο εκκαθαριστής συμβάλλεται και εκπροσωπεί την υπό εκκαθάρισιν επιχείρησιν

υπό τον τίτλον " Εταιρεία Σ.Π.Α.Π. υπό εκκαθάρισιν " διά το σύνολον των μέχρι της ισχύος του παρόντος νόμου παραχθεισών σχέσεων.

γ) Κατά την διάρκειαν της εκκαθαρίσεως αι εκκρεμείς κατά την δημοσίευσιν του παρόντος δίκαι συνεχίζονται αυτοδικαίως άνευ ανάγκης επαναλήψεως επ' ονόματι ή κατά του εκκαθαριστού.

δ) Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται πάσα πτωχευτική κατά της υπό εκκαθάρισιν Εταιρείας δίκη, απαγορεύται δε η λήψις οιουδήποτε συντηρητικού ή αναγκαστικού μέτρου κατά της Εταιρείας ώς και η υποβολή αιτήσεως πτωχεύσεως.

ε) Αι περί γενικών συνελεύσεων διατάξεις του νόμου και του καταστατικού αργούσι.

 

Άρθρον 7

 

α) Δι' αποφάσεως του ώς άνω εκκαθαριστού, επεχούσης θέσιν εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως, ορίζεται συμβολαιογράφος πρός αναγκαστικήν εκποίησιν της επιχειρήσεως εν τω συνόλω αυτής. Η αυτή απόφασις ορίζει και το ελάχιστον όριον προσφοράς του συνόλου.

β) Η αμοιβή του συμβολαιογράφου καθορισθήσεται δι' αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Σιδηροδρομών.

γ)Τό εκ των μετά του Δημοσίου συμβάσεων ανήκον στη υπό εκκαθάρισιν επιχειρήσει προνόμιον συνεκποιείται και μεταβιβάζεται αυτοδικαίως εις τον υπερθεματιστήν.

δ) Δι' αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Σιδηροδρόμων δημοσιευμένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και κατ'ελευθέραν αυτών εκτίμησιν ορίζεται το ποσόν όπερ προ πάσης μετοχής εις τον πλειστηριασμόν οφείλει να καταθέση παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος ό επιθυμών να συμμετάσχη εις τον πλειστηριασμόν πρός τον σκοπόν αποκτήσεως της επιχειρήσεως εν τω συνόλω αυτής, όπως ανταποκριθή πλήρως εις τας εκ των παραχωρουσών το προνομιόν συμβάσεων κατά το πνεύμα αυτών αντιστοιχούσας υποχρεώσεις.

Το Δημόσιον δεν υποχρεούται εις κατάθεσιν του άνω ποσού .

ε) Τό ως άνω ποσόν, όν άλλως άσχετον προς το εκπλειστηρίασμα, παραμένει παρά τή Τραπέζη της Ελλαδος επ' ονόματι του υπερθεματιστού και αποδίδεται αυτώ βαθμιαίως δι' απλής εντολής του αρμοδίου Υπουργείου, δι' εκτέλεσιν έργων οριζομένων υπό του αυτού Υπουργείου εντός του άνω πλαισίου μετ' αφαίρεσιν των τυχόν αποδοτέων τω Δημοσίω ποσών περί ών γίνεται μνεία εν άρθρω 3 του παρόντος νόμου.

στ) Ουδεμία των υπό της πολ.δικονομίας επιβαλλομένων κοινοποιήσεων ή δημοσιεύσεων απαιτείται πλήν των κατωτέρω οριζομένων τοιούτων.

ζ) Οί έκκαθαρισται υποχρεούνται, όπως εντός προθεσμίας μή δυναμένης να απέχη πλέον του έτους από της ισχύος του παρόντος νόμου ορίσωσιν ημέραν και ώραν πλειστηριασμού διά προσκλήσεως δημοσιευμένης μερίμνη των ιδίων είς τρείς ημερησίας εφημερίδας των Αθηνών, τρίς άπαξ του μηνός και επί τρείς συνεχείς μήνες, ή δέ τελευταία δέον να απέχη τρείς τουλάχιστον μήνες από τής ημέρας της τελέσεως του πλειστηριασμού.

η) Η ανωτέρω πρόσκλησις κατατιθεμένη παρά τω επί του πλειστηριασμού υπαλλήλω άμα τη πρώτη των ως άνω δημοσιεύσεων και επέχουσα θέσιν προγράμματος πλειστηριασμού δέον να περιέχη συνοπτικήν περιγραφήν του είδους πάσης της κινητής και ακινήτου περιουσίας της επιχειρήσεως κατά την θέσιν, όρια και έκτασιν αυτών. Προκειμένου ειδικώς περί των γραμμών αυτής αρκεί αναφορά απλή είς τα παρά τη επιχείρησει εγκεκριμένα σχεδιαγράμματα, ών αντίγραφα κεκυρωμένα παρά της Γενικής Διευθύνσεως αυτής θέλουσιν κατατεθή παρά τω ιδίω συμβολαιογράφω. Πάντως η πρόσκλησις αυτή δέον να περιέχη συνοπτικώς και κεχωρισμένως, κατ' ελευθέραν κρίσιν των εκκαθαριστών τα διάφορα τμήματα της γραμμής, το τροχαίον υλικόν και τας εγκαταστάσεις τας εξυπηρετούσας το σύνολον του δικτύου, εξαιρέσει του έν Αθήναις και επί της οδού Καρόλου ακινήτου και του έν Ολυμπία ξενοδοχείου και να ορίζη ελάχιστην προσφοράν διά έκαστον των στοιχείων τούτων κεχωρισμένως, ών το άθροισμα δεν δύναται να ή κατώτερον του συνολικού ελαχίστου ορίου. Ομοίως διά της αυτής προσκλήσεως ορίζεται η εγγύησις διά την συμμετοχήν εις τον πλειστηριασμόν.

θ) Προκειμένου περί του πλειοδοτήσαντος επί σκοπώ κατακυρώσεως εις αυτόν του συνόλου της επιχειρήσεως, ούτος οφείλει να προσφέρη κεχωρισμένως μέν δι' έκαστον των περιλαμβανομένων εις την συνολικήν εκποίησιν περιουσιακών στοιχείων, αλλά πάντως δι' άπαντα τα ειρημένα στοιχεία, ή δέ κατακύρωσις γίνεται εις τον πρσενέγκοντα εν συνόλω το μείζον εκπλειστηρίασμα αδιαφόρως των μερικών προσφορών, αίτινες όμως δέον να καλύπτωσι το δι' έκαστον στοιχείον ορισθέν ελάχιστον όριον προσφοράς.

Εν επιτυχία μείζονος εκπλειστηριάσματος έν τω συνόλω, τούτο κατανέμεται εις τας μερικάς προσφοράς αναλόγως των μερικών ελαχίστων ορίων.

Κατά την ημέραν του πλειστηριασμού ουδεμία ετέρα προκύρηξις απαιτείται.

Η κατακύρωσις γίνεται κατά τας διατάξεις της πολίτ. Δικονομίας εις τον πλείονα κατά τα άνω προσενεγκόντα.

ι) Ο τελευταίος υπερθεματιστής υποχρεούται όπως εντός 15 ημερών από τής κατά τα άνω κατακυρώσεως καταθέση το εκπλειστηρίασμα παρά τή Τραπέζη της Ελλάδος.

Εντός της αυτής προθεσμίας των 15 ημερών δικαιούται το Δημόσιον να αναλάβη την επιχείρησιν καταβάλλον αυτό το εκπλειστηρίασμα, ότε επιστρέφονται αι κατατεθείσαι εγγυήσεις και το κατατεθέν τυχόν εκπλειστηρίασμα.

ια) Αν μή επιτευχθή το ορισθέν ελάχιστον όριον προσφοράς ή ουδείς εμφανισθή υπερθεματιστής, ο πλειστηριασμός επαναλαμβάνεται μετά δύο μήνας καθ' ημέραν και ώραν οριζομένην έν τη πράξει αναβολής τού επί τού πλειστηριασμού υπαλλήλου και γνωστοποιημένη διά δημοσιεύσεως εις τρείς ημερησίας εφημερίδας των Αθηνών τουλάχιστον 15 ημέρες πρό της ημέρας του νέου πλειστηριασμού. Το αυτό εφαρμόζεται και εν περιπτώσει μή εγκαίρου καταθέσεως του εκπλειστηριάσματος.

ιβ) Κατά τον εξ' αναβολής τούτον πλειστηριασμόν, οι εκκαθαρισταί δύνανται να ορίσωσι νέον ελάχιστον όριον μή δυνάμενον όμως να ή κατώτερον των 50% του αρχικού τοιούτου, ή υπαρχούσης δέ τυχόν ελαχίστης προσφοράς ουχί κατώτερον ταύτης.

ιγ)Εάν και κατά την μετ' αναβολήν ορισθείσαν ημέραν ουδείς εμφανισθή υπερθεματιστής, η επιχείρησις κατακυρούται εις το Δημόσιον αντί νέου καθορισθέντος ελαχίστου ορίου.

ιδ) Εν περιπτώσει εμφανίσεως υπερθεματιστού το Δημόσιον δικαιούται επίσης εντός 15 ημερών από της κατακυρώσεως να αναλάβη αυτό την επιχείρησιν καταβάλλον το εκπλειστηρίασμα, ότε επιστρέφονται αι εγγυήσεις και το κατατεθέν τυχόν εκπλειστηρίασμα. Έν περιπτώσει καθ' ήν η τιμή κατακυρώσεως είναι κατωτέρα του αρχικού ελαχίστου ορίου, τα τμηματικά ελάχιστα όρια μειούνται αναλόγως.

Κατά τα λοιπά επί πλειστηριασμού η εξ' αναβολής τοιούτου εφαρμόζονται τα ισχύοντα επί πλειστηριασμού.

Άρθρον 8

 

α) Εν τη προκειμένη διαδικασία δεν επιτρέπεται αναστολή ή αναβολή της εκτελέσεως του πλειστηριασμού.

β) Μετά την κατακύρωσιν και την καταβολήν του εκπλειστηριάσματος, εκδίδεται υπό του συμβολαιογράφου περίληψις, ήτις μεταγράφεται μόνο εν τοις βιβλίοις μεταγραφών της έδρας της επιχειρήσεως και εκτελείται επ' ονόματι του υπερθεματιστού εγκαθισταμένου εις την επιχείρησιν εν τώ συνόλω της διοικητικώς, άνευ δικαστικής παρεμβάσεως, αποκλειομένης πάσης εξ' οιασδήποτε αιτίας αναστολής της εκτελέσεως της περιλήψεως.

γ) Έν ή περιπτώσει η επιχείρησις κατακυρωθή εις το Δημόσιον πάσα σχετική τή κατακύρωση και τη μεταγραφή πράξις ενεργείται ατελώς.

 

Άρθρον 9

 

Ο υπερθεματιστής είς όν περιήλθε συνολικώς η επιχείρησις, από της ημέρας της εγκαταστάσεώς του οφείλει να τηρή έναντι του Δημοσίου και παντός τρίου τας εκ των υφισταμένων νόμων, συμβάσεων και κανονισμών υποχρεώσεις τας αναγομένας εις την εκμετάλλευσιν έχων και πάντα τα εκ του προνομίου της Εταιρείας Σ.Π.Α.Π. απορρέοντα δικαιώματα και υποχρεώσεις.

 

Άρθρον 10

 

Αι μέχρι της ημέρας της ισχύος του παρόντος νόμου γεγενημένα¨πάσης φύσεως αξιώσεις κατά της επιχειρήσεως διατηρούνται ακέραιαι, τρεπόμεναι όμως εις αξίωσιν επί του πλειστηριάσματος, των τυχόν υφισταμένων υποθηκών και προσημειώσεων αποσβεννυμένων αυτοδικαίως, ώστε άπασα η επιχείρησις να περιέλθη από της κατακυρώσεως ταύτης εις τον υπερθεματιστήν ελευθέρα πάσης υποχρεώσεως ενοχικής ή εμπράγματου πλήν των εν' άρθρω 13 εξαιρέσεων.

 

Άρθρον 11

 

Αι διατάξεις της πολ.δικονομίας αι σχετικαί προς την εκτέλεσιν δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω πλήν των εν ισχύι περί πίνακος κατατάξεων τοιούτων, αίτινες εφαρμόζονται ώς τροποποιούνται διά του παρόντος. Πάσαι αι σχετικαί με τας αναγγελίας και τον πίνακα κατατάξεως προθεσμίαι παρατείνονται: επί τρίμηνον μεν προκειμένου περί διαμενόντων εν τη ημεδαπή, επί εξάμηνον δέ προκειμένου περί διαμενόντων εν τη αλλοδαπή.

 

Άρθρον 12

 

α) Ο διορισθείς συμβολαιογράφος προβαίνει εις την διανομήν του πλειστηριάσματος μεταξύ μόνον των εγκαίρως αναγγελθέντων δανειστών κατά τας κείμενας περί πίνακος κατατάξεως διατάξεις εφ'όσον δεν τροποποιούνται διά του παρόντος.

β) Διά την κατάταξιν των υποθηκικών ή προνομιούχων πιστωτών επί περιουσιακών στοιχείων της επιχειρήσεως περιλαμβανομένων εις την συνολικήν αυτής εκποίησιν, λαμβάνεται υπ' όψιν το κατά τα άνω εν άρθρο7 επιτευχθέν δι' έκαστον περιουσιακόν στοιχείον εκπλειστηρίασμα. Τα γενικά προνόμια κατατάσσονται αναλόγως επί του συνόλου του πλειστηριάματος. Αι λοιπαί περί προνομίων του Δημοσίου διατάξεις διατηρούνται εν ισχύι.

 

Άρθρον 13

 

α) Προκειμένου περί διεκδικητικών ανακοπών ή αγωγών εφαρμόζονται αι εν ισχύι διατάξεις του αστικού δικαίου και της πολ δικονομίας, μή αναστελλομένης όμως έν ουδεμία περιπτώσει της διαδικασίας της εκκαθαρίσεως εκ της αιτίας ταύτης.

β) Αι επί των τοιούτων αγωγών ή ανακοπών εκδιδόμεναι αποφάσεις εκτελούνται μόνον ως προς το διεκδικηθέν περιουσιακόν στοιχείον, μή θιγομένης της λοιπής εκτελέσεως.

Πάντως πάσα αγωγή ή ανακοπή διεκδικητική ή επί ακυρώσει του πλειστηριασμού μή ασκειθείσα εντός τριών μηνών, από της κατακυρωτικής εκθέσεως προκειμένου περί κινητών ή από της μεταγραφής της περιλήψεως προκειμένιυ περί ακινήτων, παραγράφεται.

 

Άρθρον 14

 

Εν περιπτώσει καθ'ήν η επιχείρησις ήθελε κατακυρωθή εις το Δημόσιον, η εκμετάλλευσις ταύτης μέχρι της διά νόμου ρυθμίσεως πάντων των εντεύθεν προκυπτόντων ζητημάτων, θέλει ενεργείσθαι βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου.

 

Άρθρον 15

 

Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως.

 

Εν Αθήναις τή 8 Ιουνίου 1940

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β΄

 

Εθεωρήθη και ετέθη η Μεγάλη του Κράτους σφραγίς

Εν Αθήναις τη 8 Ιουνίου 1940

 

Ο επί της δικαιοσύνης Υπουργός

ΑΓΙΣ ΤΑΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ